κασκάρα

κασκάρα
η
φρ. «κασκάρα πικρή» — ο φλοιός τού φυτού πικρόθαμνος που χρησιμοποιούνταν ως καθαρτικό τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ιταλ. cascara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικρόθαμνος — ο, Ν βοτ. 1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό πικρόθαμνος ο αντίδεσμος, τού οποίου ο φλοιός είχε χρησιμοποιηθεί στη φαρμακευτική με την ονομασία κασκάρα η πικρή 2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φρυγανώδες φυτό αρτεμισία η καμφορώδης …   Dictionary of Greek

  • καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”